- αναληπτρίς
- ἀναληπτρίς (-ίδος), η (Α) [ἀναλαμβάνω](στην Ιατρ.) επίδεσμος ή ιμάντας για την ανάρτηση μέλους τού σώματος, φασκιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναληπτρίδι — ἀναληπτρίς suspensory bandage fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναληπτρίδων — ἀναληπτρίς suspensory bandage fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)